μυωπικός

μυωπικός
myope

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Regardez d'autres dictionnaires:

  • μυωπικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μύωπα ή στη μυωπία ή αυτός που πάσχει από μυωπία («μυωπικά γυαλιά»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myopic < αγγλ. myope < υστερολατ. myops < μύωψ. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Μ. Α.… …   Dictionary of Greek

  • μυωπικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο μύωπα ή τη μυωπία: Από μικρό παιδί φοράει μυωπικά γυαλιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”